- συμπυροβολώ
- (ε) μετ. воен, вести огонь одновременно, стрелять залпом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
συμπυροβολώ — έω, Ν πυροβολώ μαζί με άλλους, πυροβολώ ταυτόχρονα. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πυροβολώ. Το ρ. μαρτυρείται από το 1888 στον Σπ. Τρικούπη] … Dictionary of Greek